- σταθμίζει
- σταθμίζωweighpres ind mp 2nd sgσταθμίζωweighpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστάφνιστος — και αστάφνιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τη χρησιμοποίηση στάθμης («αστάφνιστος τοίχος») 2. ο αζύγιστος 3. όποιος δεν σταθμίζει τα έξοδά του, ο σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταφνίζω < σταθμίζω] … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek